ατομικεύω

ατομικεύω
1. προσδίδω σε κάποιον ή κάτι ιδιαίτερη ατομικότητα, κάνοντάς το να διακρίνεται από τα ομοειδή προς αυτό
2. αποχωρίζω κάτι από μία ομάδα και το εμφανίζω ως ξεχωριστό και ιδιότυπο εξαίροντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του
3. αποκτώ ατομικότητα, εξατομικεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατομικός. Η λ. ατομικεύομαι μαρτυρείται στον Π. Κ. Γρατσιάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξατομικεύω — [ατομικεύω] δίνω σε κάτι ή κάποιον ατομικά χαρακτηριστικά …   Dictionary of Greek

  • ατομίκευση — η 1. η πρόσκτηση ιδιοτήτων που κάνουν ένα έμβιο να διακρίνεται από την ομάδα στην οποία ανήκει 2. (για πρόσωπα) η εκούσια πρόσκτηση ηθικών και πνευματικών ιδιοτήτων που καθιστούν ένα άτομο ξεχωριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατομικεύω. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”